ἐπιρρήτως

ἐπιρρήτως
ἐπίρρητος
exclaimed against
adverbial
ἐπίρρητος
exclaimed against
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίρρητος — ἐπίρρητος, ον (Α) [ρητός] δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.). επίρρ... ἐπιρρήτως με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”